- μεταδίδω
- (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω)1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.)2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία στην πόλη»6. «ο εκφωνητής μεταδίδει το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων»)3. μολύνω κάποιον με νόσημα που έχω, κολλώ κάποιοννεοελλ.-μσν.1. (σχετικά με τη θεία μετάληψη) κοινωνώ κάποιον2. (αμτβ.) κοινωνώ, μεταλαβαίνωμσν.μέσ. μεταδίδομαι(για υγρό) αναμιγνύομαιμσν.-αρχ.μεταβιβάζω, παραχωρώαρχ.1. κάνω κάποιον μέτοχο σε κάτι («τὸ ἄλλῳ τῆς γεννητικῆς... δυνάμεως μεταδεδωκός», Πρόκλ.)2. συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι («μεταδοῡναι τοῑς φίλοις ὑπὲρ τῶν προσπεπτωκότων», Πολ.)3. κοινοποιώ, επιδίδω έγγραφο, υπόμνημα ή σημείωμα.
Dictionary of Greek. 2013.